- εξόστωση
- η (AM ἐξόστωσις)παθολογική εμφάνιση οστικών εκβλαστήσεων κοντά στις επιφύσεις τών οστών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξοστούμαι — έομαι υφίσταμαι εξόστωση* … Dictionary of Greek
εξοστωσικός — ή, ό (για νόσο) αυτός που προκαλεί εξόστωση … Dictionary of Greek
άκανθα φτέρνας — Ανώμαλη, συχνά επώδυνη, εξόστωση στην πίσω επιφάνεια της φτέρνας … Dictionary of Greek